Η ΑΡΙΣΤΕΡΟΧΕΙΡΗ ΓΥΝΑΙΚΑ, PETER HANDKE (ΕΚΔ. ΜΕΛΑΝΙ)


Η αριστερόχειρη γυναίκα
Πέτερ Χάντκε
Εκδόσεις Μελάνι

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΕΛΑΝΙ 
«Η αριστερόχειρη γυναίκα» γράφτηκε το 1976, ενώ δύο χρόνια αργότερα γυρίστηκε από τον ίδιο το συγγραφέα, στην καρέκλα του σκηνοθέτη αυτή τη φορά, η ομότιτλη ταινία, η οποία ήταν υποψήφια για το βραβείο «Χρυσός Φοίνικας» στο Φεστιβάλ των Καννών τo 1978.

Ο Πέτερ Χάντκε γεννήθηκε το 1942  στην Αυστρία και κατά τη διάρκεια των παιδικών του χρόνων έζησε οδυνηρές εμπειρίες εξαιτίας του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και της αγριότητας των Ναζί. Ταυτόχρονα, ο ψυχισμός του επηρεάστηκε βαθύτατα από μία διαλυμένη οικογένεια, έναν πατριό μέθυσο και μία μητέρα που έδωσε τέλος στη ζωή της. Αναμφισβήτητα, στα έργα του διαφαίνονται, ανάμεσα σε άλλα, το ψυχολογικό κενό του σύγχρονου ανθρώπου και η πολυπλοκότητα των σχέσεων μεταξύ γονέων και παιδιών, ζήτημα που αθόρυβα επανέρχεται και στην «Αριστερόχειρη γυναίκα».

Οπωσδήποτε ταλαντούχος, με αμφιλεγόμενες, κατά καιρούς, δηλώσεις,  ο Πέτερ Χάντκε έγραψε πληθώρα έργων, ποίηση, νουβέλες, δοκίμια, αναμνήσεις, μεταφράσεις, θεατρικά έργα στα οποία έκανε τη σκηνοθεσία και ταυτόχρονα συμμετείχε ως ηθοποιός. Είναι επίσης γνωστός για τη συμμετοχή του στη συγγραφή του  σεναρίου της εξαιρετικής ταινίας «Τα φτερά του έρωτα» (1987) σε συνεργασία με τον Βιμ Βέντερς. Του απονεμήθηκε το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας 2019 για «το επιδραστικό του έργο με γλωσσική επιδεξιότητα, μέσα απ’ το οποίο διερεύνησε το περιθώριο και την ιδιαιτερότητα της ανθρώπινης εμπειρίας».

Ηρωίδα του έργου «H αριστερόχειρη γυναίκα» είναι η τριαντάχρονη Μαριάννε η οποία στο μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου αποκαλείται ως «η γυναίκα». Είναι παντρεμένη με τον Μπρούνο, εμπορικό αντιπρόσωπο εταιρείας παραγωγής πορσελάνης και έχουν ένα γιο, τον Στέφαν, ένα ήσυχο αγόρι που συχνά αναφέρεται στο βιβλίο ως «το παιδί». Με το σύζυγό της ζουν «σ’ένα συγκρότημα μονοκατοικιών, χτισμένο στη νότια πλαγιά ενός χαμηλού βουνού.». «Είσαι από κείνα τα σπάνια πλάσματα που δεν προκαλούν το φόβο, κι εκτός αυτού είσαι μια γυναίκα για την οποία δε χρειάζεται κανείς να παίζει οποιοδήποτε ρόλο», της λέει ένα βράδυ ο Μπρούνο. «Σε παρακαλώ, βάλε εκείνο το ντεκολτέ φόρεμα»…. «Κι εσύ, τι θα βάλεις;» τον ρωτά εκείνη. «Εγώ θα ‘ρθω έτσι, ως συνήθως», της απαντά. Ώσπου, μια αναπάντεχη στιγμή «της έρχεται ένα είδος φώτισης» και ζητά από τον Μπρούνο: «Φύγε, άσε με μόνη…..», ξεκινώντας έτσι ένα οδυνηρό pas de deux.

Σταδιακά καταφθάνουν και άλλα πρόσωπα που παίρνουν τη θέση τους κοντά στο πρωταγωνιστικό ζευγάρι, η δασκάλα του Στέφαν και φίλη της Μαριάννε, η Φραντσίσκα, η οποία την παρακινεί να συμμετέχει σε ομάδα γυναικών, ο εκδότης της Μαριάννε, ο πατέρας της, ένας ηθοποιός που τυχαία συναντά μαζί με τον πατέρα της, η πωλήτρια ενός καταστήματος, ανύπαντρη μητέρα ενός μωρού,   έως και ο οδηγός του εκδότη της, όλοι συμμετέχουν σχεδόν ακούσια σε ένα έργο που μοιάζει πως αφηγείται μία ιστορία χιλιοειπωμένη, μα πάντα σύγχρονη.

Όλα συμβαίνουν με μία αδιατάρακτη απάθεια, καμία έξαρση, κανένα κρεσέντο, η υπόθεση κυλάει έως ότου ολοκληρώνεται σχεδόν σαν ξάφνιασμα, σαν μία αναπάντεχη παύση σε ένα μονότονο ψιθύρισμα. Η ηρωίδα έχει μεταμορφωθεί, μία συνταρακτική αλλαγή έχει συντελεστεί, τόσο ισχυρή αλλά, ταυτόχρονα, τόσο εκκωφαντικά σιωπηλή…. Είναι άραγε η ίδια Μαριάννε στην αρχή του έργου με τη Μαριάννε στο τέλος; Τι αλλαγές έχουν συμβεί, πόσο μακριά έχει βαδίσει για να μπορέσει, επιτέλους, να καταφέρει να διεκδικήσει αυτό που της αξίζει; Εν τέλει, παρότι το έργο παρακολουθεί τη γυναίκα Μαριάννε, τι γίνεται και με τα υπόλοιπα πρόσωπα του έργου; Είναι όλοι τους απλοί κομπάρσοι ή μήπως και άλλα πολλά με εξαιρετική οικονομία αναπτύσσει ο συγγραφέας σε πολλαπλά επίπεδα κάτω από τα αρχικώς φαινόμενα;

Κύριο χαρακτηριστικό της τριτοπρόσωπης αφήγησης είναι η χρήση εντός λεξιλογίου απογυμνωμένου από κάθε είδους στολίδι. Με μία απατηλή απλότητα, ο Πέτερ Χάντκε θέλει να οδηγήσει τον αναγνώστη του να υποψιαστεί και να νιώσει αυτά που κρύβονται πίσω από μία, σχεδόν, προτεσταντική συναισθηματική εγκράτεια. Από την άλλη, έρχονται  στιγμές που η γραφή μοιάζει να βρίσκει έναν τόνο τρυφερότητας και λυρισμού καθώς οι εικόνες της φύσης μοιάζουν  ν’απελευθερώνουν αισθήματα που συνοδεύουν σχεδόν υποταγμένα και σιωπηλά τις σχέσεις των ηρώων: «Ανέβαιναν μέσ’ απ’ τις λόχμες. Πουλιά κελαηδούσαν παντού. Το νερό απ΄το λιωμένο χιόνι κυλούσε σε θορυβώδη ρυάκια. Λεπτά κλαδιά φύτρωναν κιόλας στους κορμούς των βελανιδιών, τα ξερά φύλλα θρόιζαν μοναχικά. Λέπια απ’τους ξεφλουδισμένους κορμούς των σημύδων κρέμονταν σαν λευκά κουρέλια που τρεμούλιαζαν μέσα στον άνεμο.» (σ.97-98). Εκεί που η περιγραφή της φύση παραδίνεται σε μία γοητευτική φλυαρία, οι αναφορές στα ανθρώπινα συναισθήματα κομπιάζουν, δειλιάζουν, στέκονται αμήχανες, αφήνοντας την υπαινικτικότητα να κάνει, αθόρυβα, τη δουλειά της.

Μέσα από τη λιτή, σχεδόν συνεσταλμένη αφήγηση, μ’αυτές τις λέξεις που βρίσκονται αριστοτεχνικά τοποθετημένες, διαλεγμένες μία προς μία, εξυπηρετώντας τους σκοπούς μίας ρεαλιστικής γραφής, καταφέρνει ο Χάντκε να μιλήσει, κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 1970, για ζητήματα που ακόμη και λίγο πριν αγγίξουμε το πρώτο τέταρτο του 21ου αιώνα μοιάζουν να συνοδεύουν την ανθρώπινη βιοτή. Χρησιμοποιώντας την οικογένεια του Μπρούνο και της Μαριάννε ως ένα πυρήνα ισχυρών αλλαγών και συναισθηματικών τριγμών που με μία υπόκωφη βοή μόλις και μετά βίας γίνονται αισθητά, ο συγγραφέας κρύβεται πίσω από τα ανεπαισθήτως ειπωθέντα, τα οποία ξεχειλίζουν από μία αίσθηση ανυπεράσπιστης μοναξιάς.

Σε πρώτο πλάνο, η γυναίκα, η Μαριάννε, άραγε τι επιτίμιο πρέπει να πληρώσει για την εξέγερσή της,  την απόφασή της να ζήσει μόνη, ανεξάρτητη, για να μπορεί να μονολογεί «δεν προδόθηκες και κανείς δεν μπορεί να σε ταπεινώσει πια», να μάθει να κερδίζει τη ζωή της μέσα από τη δική της εργασία, να αντιμετωπίζει τα αρσενικά όχι πλέον από υποχρέωση ούτε μέσα από την επιθυμία αλλά ως ίση προς ίσον.  Πέρα από σύζυγος και μητέρα, ζητά να βρει την ταυτότητά της. Πολλές οι φάσεις της μετάβασης, αμφιβολία, θυμός, φόβος, αγωνία, λευκές νύχτες και δάκρυα την περιμένουν καθώς εκείνη θα προσπαθήσει να βρει τη θέση που της αξίζει. Η πορεία της προς την ανεξαρτησία αλλά και τον αυτοπροσδιορισμό, την καταξίωση ενώπιον του εαυτού της και η διεκδίκηση της ευτυχίας. Για όλα αυτά θα παλέψει η Μαριάννε, για να μπορέσει να επινοήσει απ’ την αρχή τον εαυτό της…

Εξαιρετικοί αντίστροφοι παραλληλισμοί δίνονται μέσα από την περιγραφή του περιβάλλοντος στο οποίο ζει η Μαριάννε : ”ζούσε σ’ένα συγκρότημα κατοικιών», «κάμποσα τετράγωνα γκαράζ χτισμένα σε σειρές, με τις ίδιες επίπεδες στέγες», «τα σπίτια έμοιαζαν ενσωματωμένα το ένα μέσα στο άλλο», «το παιδί εμφανίστηκε στο παράθυρο της οικιστικής μονάδας», με «κουρτίνες τραβηγμένες», μόνο απέχθεια της δημιουργεί αυτή η τρομερή ομοιομορφία, ακριβώς το αντίθετο πλέον επιθυμεί η ίδια για τον εαυτό της, να «σπάσει» τον καθρέφτη στον οποίο όλοι φαντάζουν όμοιοι, να σταθεί αυθεντική, ανεξάρτητη, ξεχωριστή από όλους τους υπόλοιπους, να βρει το θάρρος να ανοίξει επιτέλους τις κουρτίνες, να μπει το φως και να ζεστάνει την ψυχή της, να πάψει να κρύβεται και να υποκρίνεται….

Πολλά όμως αυτά για τα οποία μιλά ο Χάντκε στη νουβέλα του, εκτός από τον αγώνα της Μαριάννε προς την κατάκτηση του εαυτού, στο πίσω μέρος της σκηνής και άλλοι ήρωες δίνουν τη δική τους παράσταση: ο Μπρούνο, σύζυγος διεκδικητικός που κλονίζεται ισχυρά, χάνει το έδαφος κάτω απ’τα πόδια του μόλις η σχέση που τον προσδιόριζε διαταραχθεί…. Θα προσπαθήσει να μεταπείσει, να φοβίσει, να εκδικηθεί, γίνεται επιθετικός και προσβλητικός, μα, στο τέλος, ηττημένος και  απορημένος για όλα όσα του συνέβησαν, μοιάζει με ένα μεγάλο, ατσούμπαλο αγόρι καθώς ανοίγεται μπροστά του ένας διαφορετικός τρόπος ζωής, ανέτοιμος, ξεκάθαρα, να αντιμετωπίσει αλλά και να αντιληφθεί την ουσία του προβλήματος.

Ο παππούς πάλι, ο πατέρας της Μαριάννε, με τη σοφία και το πικρό χιούμορ του ηλικιωμένου παραδέχεται πως «νομίζω πως μετά από ένα σημείο, άρχισα να ζω λάθος – χωρίς να ρίχνω το φταίξιμο στην πόλεμο ή τις άλλες εξωτερικές συνθήκες» ενώ,  παραδέχεται πως «είμαι τόσο μόνος, ώστε, το βράδυ, προτού αποκοιμηθώ, δεν καταφέρνω να βρω κάποιον να σκεφτώ, απλώς και μόνον επειδή στη διάρκεια της ημέρας δεν έχω δει ψυχή ζώσα». Η μειλίχια γνώση και ο φόβος του θανάτου που γεμίζουν τις νύχτες των ηλικιωμένων οι οποίοι κάνουν μία σχέση γιατί «βλέπω αυτή τη γυναίκα κυρίως για να με βρει κάποιος, όταν έρθει η ώρα, σε κατάσταση όχι και τόσο προχωρημένης αποσύνθεσης», εφόσον οι οικογένειες ζουν απομακρυσμένες, ξεκομμένες πλέον και ο πατέρας της Μαριάννε εναποθέτει αυτή τη μακάβρια ελπίδα του σε μία ξένη γυναίκα, ουδόλως στην κόρη του, σε κάποιον της οικογένειάς του τελοσπάντων….

Και φυσικά, η σχέση της μητέρας με το Στέφαν, το μικρό γιο της οικογένειας, αποτελεί ένα ακόμη σημείο αναφοράς : το πώς σε κάθε εποχή τα παιδιά βιώνουν το χωρισμό των γονιών τους, πώς διαμορφώνεται η σχέση μητέρας-παιδιού σε καταστάσεις ιδιαίτερα επώδυνες, πώς με εξαιρετική δεξιοτεχνία ο συγγραφέας θα μιλήσει για όλα τα συναισθήματα που θα βιώσει η Μαριάννε, από την επιθυμία να πάρει την κουβέρτα της και να ξαπλώσει δίπλα του τη νύχτα ως τη στιγμή που χωρίς προφανή αιτία θα σηκώσει απειλητικά το χέρι της στον αέρα ενώ βουρτσίζει μία πολυθρόνα…. Οι γονείς μαζί και το παιδί, οι γονείς χωριστά και καθένας πια μόνος του με το παιδί, το παιδί ως  φορέας της κοινής, έστω και παρελθούσης, οικογενειακής μνήμης, με λίγα λόγια αλλά σοφά διαλεγμένα, όλα εξυπηρετούν αυτές τις πολύπλοκες, πολυσήμαντες σχέσεις, τόσο εντός της οικογένειας, όσο και στα πλαίσια μίας οικογένειας υπό διάλυση, ταυτόχρονα ξεκάθαρες, ίδιες και απαράλλαχτες, τότε, τώρα, αργότερα, επαναλαμβάνονται σχεδόν πανομοιότυπα μέσα στο χρόνο.   

Ολοκληρώνοντας τη νουβέλα, ο αναγνώστης θα βρει πως ο Χάντκε έχει καταφέρει να κρύψει με αφηγηματική δεινότητα πολλαπλές στρώσεις συναισθηματικής κορύφωσης που με τρόπο ανεπαίσθητο και απροσδόκητο θα βιώσει ο αναγνώστης. Ξεχωρίζει μία ιδιαίτερη αίσθηση μοναξιάς και ενός βαθύτερου, βουβού σχεδόν, πόνου καθώς, εν τέλει, η Μαριάννε, ασφαλώς πιστή στην επιλογή της, στο τέλος του βιβλίου μένει μόνη στην κουνιστή της πολυθρόνα, ενώ o συγγραφέας θα αφηγηθεί την ιστορία της «Αριστερόχειρης γυναίκας» υμνώντας την τόλμη της να πληρώσει το τίμημα της ανεξαρτησίας της. Μεστός, ουσιαστικός, βαθιά εσωστρεφής και υπαινικτικός στη γραφή του, ο Πέτερ Χάντκε μας χαρίζει ένα έργο όπου ξεδιπλώνει την απίστευτη ικανότητά του να συμπυκνώνει τις βαθύτερες αγωνίες, τις σχέσεις και το ψυχολογικό αδιέξοδο του σύγχρονου ανθρώπου χωρίς να παίρνει θέση, χωρίς να επιβάλλει στον αναγνώστη την άποψή του αλλά δίνοντάς μας την ελευθερία να επιλέξουμε τη δική μας οπτική, ν’αφουγκραστούμε τη δική μας μοναξιά και να διαπιστώσουμε πόσο λίγο κάποια πράγματα, τελικά, αλλάζουν….  


Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις