ΚΑΡΑΒΟΦΑΝΑΡΟ ΣΤΟ ΜΑΥΡΟ ΝΕΡΟ, COLM TOIBIN (ΕΚΔ. GUTENBERG)



«Καραβοφάναρο στο μαύρο νερό»
Colm Tóibín
εκδ. Gutenberg

Η είσοδός μου στο λογοτεχνικό σύμπαν του ιρλανδού συγγραφέα ξεκίνησε την προηγούμενη χρονιά από μία σύμπτωση: συζητούσαμε στο γραφείο με ένα καλό βρετανό συνάδελφο για την ιρλανδική λογοτεχνία και μου έδωσε να διαβάσω το "Nora Webster" στα αγγλικά. Συνέχισα με  το "Brooklyn", πάλι στα αγγλικά. Και να που έφθασε η ώρα για το “Καραβοφάναρο στο μαύρο νερό”, στα ελληνικά αυτή τη φορά.
Πρόκειται για ένα έργο απαιτητικό, ένα βιβλίο βαθιά στοχαστικό για την απώλεια, τη μοναξιά, την απελπισία, τη συγχώρεση, τη gay κοινότητα, τις βαθιά ριζωμένες πεποιθήσεις της ιρλανδικής κουλτούρας, με μία παράδοξη ικανότητα που  μετατρέπει ένα εξαιρετικό δείγμα ιρλανδικής γραφής σε κινητήριο μοχλό μίας εσωτερικής κατάκτησης που αφορά τον κάθε αναγνώστη ξεχωριστά. Το «Καραβοφάναρο στο μαύρο νερό» φέρει μαζί του όλα τα προσωπικά βιώματα του συγγραφέα αλλά, ταυτόχρονα, και τραύματα συλλογικά ενός έθνους βαρύτατα σημαδεμένου από χρόνιες έριδες, φτώχεια, μισεμό, εξτρεμιστική πολιτική κατάσταση, ακανθώδεις σχέσεις με τη γείτονα χώρα, την ανάπτυξη της σύγχρονης δημοκρατίας όπου τα πολιτικά και ατομικά δικαιώματα βρίσκονται κάτω από το άγρυπνο μάτι της Καθολικής Εκκλησίας.
Ο ίδιος ο Tóibín, βραβευμένος συγγραφέας, το συγκεκριμένο βιβλίο μάλιστα του εξασφάλισε την πρώτη του υποψηφιότητα για το βραβείο Man Booker, ιδιαίτερα αγαπητός στους φοιτητές του σε διάφορα Πανεπιστήμια, πειθαρχημένος και οργανωτικός ως συγγραφέας, γνωστός για τις έξυπνες και χιουμοριστικές του συζητήσεις σε διάφορες διοργανώσεις, έντονα κοινωνικός (συγχρωτίζεται με το jet-set του Hollywood) έχει, παρόλα αυτά, και μια άλλη πλευρά : σκωπτικός, συχνά είρων, δηλωμένα μέλος της gay κοινότητας εδώ και δεκαετίες, υπέρμαχος των δικαιωμάτων των μεταναστών, μέλος της πιο μετριοπαθούς ομάδας εκπροσώπων του πνευματικού κόσμου της Ιρλανδίας, ένας revisionist με πολιτικές αποχρώσεις σχεδόν σε κάθε συνέντευξή του.
Η ιστορία του βιβλίου είναι ένα οικογενειακό saga : ανάμεσα στην προετοιμασία τσαγιού και φρυγανιάς, με φόντο κυρίως ένα δωμάτιο κουζίνας ενός αγροτικού, σχεδόν ετοιμόρροπου σπιτιού στην ιρλανδική επαρχία, εκτυλίσσεται μία ιστορία επώδυνη, τόσο μεταφορικά όσο και απόλυτα κυριολεκτικά, με κρυμμένους σκελετούς, βουβό πόνο, ανείπωτες αλήθειες, ένα θάνατο που χώρισε πριν από πολλά χρόνια τις γυναίκες της ιστορίας, ένα θάνατο που παραμονεύει και που θα φέρει, εν τέλει, κοντά τις γυναίκες αυτές και επτά πρόσωπα που αναμετρούνται μεταξύ τους ανά δεσμό συγγένειας, ανά γενιά και ανά φύλο σε έναν κυκλικό σχηματισμό με κέντρο τον χρόνια άρρωστο και ψυχορραγή λόγω του ΑΙDS Ντέκλαν.
Οι χαρακτήρες του βιβλίου είναι η Έλεν, αφηγήτρια της ιστορίας, αδελφή του Ντέκλαν, γύρω από την οποία ο ίδιος ο συγγραφέας επικεντρώνει το δικό του ενδιαφέρον, η μητέρα τους Λίλυ, η γιαγιά Ντόρα, οι δύο φίλοι του Ντέκλαν, Λάρι και Πολ και ο Χιου, σύζυγος της Έλεν.
Με μία γραμμική, τριτοπρόσωπη αφήγηση, ο συγγραφέας κρατά για τον εαυτό του το ρόλο του παρατηρητή, καταγράφοντας την ιστορία κυρίως από την πλευρά της Έλεν, τηρώντας  μία στάση συγκλονιστικά απογυμνωμένη από κάθε είδους συναισθηματισμό και αρνούμενος σταθερά να υποκύψει στην εύκολη συγκίνηση ή στον παρηγορητικό λόγο.  Η τεχνική του συγγραφέα απαράμιλλη : η γραφή του απρόσμενα απλή ξεγελά τον αναγνώστη ο οποίος σύντομα καταλαβαίνει ότι μέσα στις καθημερινές σχεδόν συζητήσεις των ηρώων του αποκαλύπτονται υπόγεια, αθόρυβα, σχεδόν σαν θρόισμα, όλες οι αλήθειες που ο Tóibín βασανιστικά αργά θα επιτρέψει να αποκαλυφθούν στον υπομονετικό αναγνώστη. Ο απροετοίμαστος αναγνώστης μπορεί να προσπεράσει και να επιστρέψει απορημένος πίσω στις σελίδες για να ξαναδιαβάσει όσα δεν πρόφθασε να αντιληφθεί.
Με μία σειρά επιδέξιων λογοτεχνικών στοβιλισμών, ο Tóibín παραθέτει τις αλήθειες του ανά ζεύγη με απώτερο σκοπό να τις αποδομήσει και να παρουσιάσει  έτσι τη δική του οπτική: εκσυγχρονισμός και παράδοση, καλόκαρδη κέλτικη κουλτούρα έναντι μιας αστικής, ευρωπαϊκής συμπεριφοράς, αρσενικό-θηλυκό, ρόλοι και θεσμοί, διάφορα θέματα που ταλάνισαν το έθνος μοιρασμένο μεταξύ μιας κοσμικής τάξης πραγμάτων και μίας ανθεκτικά ισχυρής Καθολικής Εκκλησίας.
Η Έλεν και ο σύζυγός της Χιου, ανήκουν στη νέα γενιά, μορφωμένοι αστοί, άνετοι, καλλιεργημένοι με έναν αέρα ευρωπαϊκό, απέχουν πολύ από τους καλόκαρδους, φωνακλάδες, πλην όμως θρησκόληπτους, ιρλανδούς χωρικούς. Παρόλα αυτά, ο Χιου εμμένει να μιλά στα αγόρια τους στην παραδοσιακή ιρλανδική γλώσσα, παίζει παραδοσιακή μουσική και τραγουδά ενώ η Έλεν σύντομα βρίσκεται νοσταλγός του πατρικού της σπιτιού, το οποίο δεν υπάρχει πια,  καταπιέζει τα συναισθήματά της για τη μητέρα της  (ονειρεύεται συχνά ότι τη χτυπά με το αυτοκίνητο),  οι σχέσεις της με το Χιου καθορίζονται από την αίσθηση τρωτότητας που της προκαλεί η μητέρα της, αμφιβάλλει για το πόσο κοντά είναι στα παιδιά της και, απορίας άξιον, αγνοεί παντελώς τη σοβαρή κατάσταση του αδελφού της. Όσο για τις σχέσεις της με τη μητέρα και τη γιαγιά της, ανύπαρκτες εδώ και πολλά χρόνια. Η Έλεν κατηγορεί τη μητέρα της ότι όταν ο πατέρας της πέθανε και εκείνη ήταν μικρή, η Λίλυ δεν ήταν ικανή να της προσφέρει παρηγοριά, και αγάπη και η ίδια την τιμώρησε αποκλείοντάς τη από τη ζωή της, υψώνοντας τείχη αδιαπέραστα. Αγνοεί όμως ότι σαν κόρη της Λίλυ κάτι έχει πάρει από αυτή: πεισματάρα και ικανότατη να διαχειριστεί πρακτικά ζητήματα, μητέρα και κόρη αναμετριούνται με πυγμή ενώ ο Ντέκλαν βαδίζει προς το τέλος του.
Η Λίλυ, μία επιτυχημένη επιχειρηματίας, απροσδόκητα μοντέρνα, αγέροχη και στητή,  ζει σε ένα προχωρημένο αρχιτεκτονικά σπίτι, όμοιο με το γραφείο της, σχεδόν αποστειρωμένο σαν την ίδια. Πριν από πολλά χρόνια, μαθαίνουμε σε προχωρημένο σημείο της ιστορίας, δεν μπόρεσε να διαχειριστεί τον πρώιμο θάνατο του λατρεμένου συζύγου της, γεγονός το οποίο στάθηκε αφορμή για τη διάλυση των δεσμών με τα παιδιά της. Για το λόγο αυτό, δεν έχει καμία επαφή με την κόρη της, όσο για τις σχέσεις της με τον Ντέκλαν και αυτές είναι επιφανειακές, αφού αγνοεί το γεγονός ότι ο γιος της είναι gay και σοβαρά άρρωστος. Ακόμη και όταν όμως το μάθει, αυτή η σύγχρονη, δυναμική γυναίκα, θα τηρήσει εχθρική στάση στους φίλους του γιου της ενώ στις κουβέντες της με την κόρη της θα είναι αρκούντως πικρόχολη. Προς το τέλος του βιβλίου, το φαινομενικά "επιβλητικό και επίμονο άτομο" μιλά "σιγανά και λυπημένα" είναι  "αλαφιασμένη και σοκαρισμένη".
Η γιαγιά Ντόρα, εκπρόσωπος μιας άλλης εποχής και μιας παρελθούσης γενιάς, είναι μία αξιοθαύμαστη ύπαρξη η οποία ζει σε ένα ετοιμόρροπο σπίτι πάνω στο βράχο, δίπλα στη θάλασσα, όπου αντί να είναι μία μαραμένη γραία τυλιγμένη με μαύρο σάλι, είναι ένα πλάσμα όλο κίνηση και ζωντάνια που φοράει make up, κουβαλάει μαχαίρι και ονειρεύεται να οδηγήσει αυτοκίνητο, αν και έχει μονίμως κλειστό το κινητό της. Βαθιά θρησκευόμενη, δεν εγκρίνει τους ομοφυλόφιλους, παρόλα αυτά στο δικό της σπίτι θέλει να περάσει ο Ντέκλαν τις τελευταίες μέρες του έξω από το νοσοκομείο. Η γιαγιά φτιάχνει τσάι και φρυγανιές, στρέφει το κεφάλι της με οδύνη από την άλλη όταν τα πράγματα γίνονται αφόρητα, λυπάται βαθιά για τον Ντέκλαν που «δεν έχει κανέναν που να είναι ο άνθρωπός του» και κυνηγά τις γάτες της, μιλώντας παράλληλα με το Λάρι για τα σχέδια αναπαλαίωσης του σπιτιού της ενώ αντέχει να ακούσει τις γαργαλιστικές εξομολογήσεις σεξουαλικού περιεχομένου του φίλου του εγγονού της.
Ο Λάρι και ο Πολ είναι οι gay φίλοι του Ντέκλαν, φίλοι του και όχι εραστές. Ο Πολ μπορεί να είναι gay όμως παρόλα αυτά δεν απομακρύνθηκε από την Καθολική Εκκλησία, γεγονός παράδοξο για τα ιρλανδικά δεδομένα. Αντίθετα, είναι μέλος μιας χριστιανικής ομάδας gay ανδρών, χρόνια πιστός και ζευγάρι με τον Φρανσουά, ενώ σουρεαλιστική είναι η απίθανη περιγραφή του γάμου τους. Αργότερα, θυμάται ο Πολ, ο Ντέκλαν θα επισκεπτόταν το διαμέρισμά τους και θα έμπαινε στο κρεβάτι τους για να παίξει με τα πόδια τους. Ακριβώς όπως έκανε παιδί στο κρεβάτι των γονιών του. Ο ρόλος του γονεϊκού προτύπου, ο πιο αξιοσέβαστος, παραδοσιακός δεσμός, περνά στους εκπροσώπους μίας απρόσμενης, διαφοροποιημένης, σεξουαλικά, έκφρασης. Οι δύο φίλοι είναι προστάτες και πραγματικό στήριγμα, αληθινοί γονείς, για τον φθίνοντα Ντέκλαν, επωμιζόμενοι ρόλους που, διαφορετικά, δεν ήταν προορισμένοι για αυτούς.
Ο Ντέκλαν, πάλι, χρειάζεται αυτή την παράδοξη οικογένεια, γιατί έμεινε νωρίς ορφανός από πατέρα και αισθάνθηκε βαθιά την απόρριψη από τη μητέρα του. Μόνο προς το τέλος καταφέρνει να ψελλίσει: "Μαμάκα, μαμάκα, βοήθησέ με" για να μπορέσει να λυτρωθεί από το δικό του αβάσταχτο πόνο, αυτόν της ψυχής γιατί το σώμα θα τον προδώσει. Και εκείνη θα του τραγουδήσει το παραδοσιακό ιρλανδέζικο νανούρισμα  "... πρώτος ανθός της άνοιξης εσύ 'σαι θησαυρέ μου..." με ειλικρινή έκφραση μητρικής αγάπης που τόσο περίμενε όλα αυτά τα χρόνια ο Ντέκλαν, ενώ ακουμπά το κεφάλι του σε ένα μαξιλάρι στα πόδια της, λίγο πριν φθάσει στο νοσοκομείο σε άθλια κατάσταση.

Τέλος, η Έλεν φαίνεται σα να απομακρύνει τον Χιου από το προσκήνιο της ιστορίας όπου και εκείνος θα είχε δικαιωματικά έναν ουσιαστικότερο ρόλο. Σύζυγο και τέκνα, τους «πακετάρει» όλους και τους στέλνει διακοπές στα πεθερικά της και φαίνεται με έναν περίεργο τρόπο σαν η Έλεν να «απιστεί» στη σχέση αυτή με το σύζυγό της λόγω της σχέσης της με τη μητέρα της Λίλυ. Η σχέση μητέρας-παιδιού έχει μεγαλύτερη σπουδαιότητα από τη σχέση μεταξύ συζύγων. Ο Χιου παρουσιάζεται ως αξιοπρεπής και καλός σύζυγος, μόνο που το μοναδικό σημαντικό ετεροφυλικό αρσενικό της ιστορίας είναι μία μάλλον σκιώδης παρουσία, μία συνομιλία μέσω τηλεφώνου τις περισσότερες φορές, λίγα λόγια συμπαράστασης, καθημερινής ρουτίνας. Ενώ ο γάμος  μεταξύ των δύο gay ανδρών περιγράφεται με αναλυτικές αναφορές, ο ετεροφυλικός γάμος, από την άλλη,  φαίνεται σαν να περνάει στο περιθώριο. Λίγες περιγραφές επιτρέπονται στον αναγνώστη και η ξεκάθαρη σχέση του ζεύγους δεν έρχεται ποτέ ολοκληρωτικά στην επιφάνεια.
Δεν θα πρέπει να αφήσουμε ασχολίαστη τη διαρκή παρουσία στο μυθιστόρημα της δέσμης φωτός που αναβοσβήνει από το φάρο στο βράχο του Τάσκαρ. Ο τίτλος του βιβλίου προέρχεται από έναν άλλο φάρο που κάποτε χρησιμοποιείτο κοντά στο Τάσκαρ (το Καραβοφάναρο) αλλά κάποια στιγμή τον απομάκρυναν. Η απουσία αυτού του Καραβοφάναρου είναι άλλος ένας συμβολισμός για το βαθύ συναισθηματικό κενό εντός της οικογένειας. Όμως και το φυσικό περιβάλλον φαίνεται να έχει και αυτό ένα ρόλο στην ιστορία : οι χαρακτήρες του βιβλίου περπατούν στην παραλία, περνούν από χαλάσματα σπιτιών που έχουν καταστραφεί λόγω της διάβρωσης από τη θάλασσα και παρατηρούν την άμμο που κυλά από τα βράχια, καθώς η ιστορία προχωρεί. Υπάρχει διάχυτη μία αίσθηση υγρασίας και μούχλας και ερήμωσης: μία εικόνα φυσικής φθοράς της ανθρώπινης παρέμβασης (τα σπίτια στο βράχο πάνω από τη θάλασσα είναι εδώ και χρόνια εγκαταλειμμένα ερείπια) που καθρεφτίζει τη φθορά τόσο στις σχέσεις των μελών της οικογένειας αλλά και αυτές που συντελούνται στο σώμα του Ντέκλαν.
Όμως ο Tóibín είναι ένας συγγραφέας δωρικός, απατηλά στρωτός, με αφηγηματικό λόγο σχεδόν ψιθυριστό, χωρίς εξάρσεις στην πλοκή, χωρίς δράση, χωρίς υπερβολικά συναισθηματικά κρεσέντα : το έργο του βρίθει πολιτικών και κοινωνικών τοποθετήσεων και το «Καραβοφάναρο στο μαύρο νερό» δεν θα αποτελέσει εξαίρεση. Ο συγγραφέας είναι έντονα επηρεασμένος από το περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγάλωσε, στο ίδιο το Wexford, ορφανός από πατέρα στα δώδεκά του χρόνια, εσωτερικός σε Καθολικό Σχολείο Αρρένων, έχοντας μία ιδιαίτερη σχέση με τη μητέρα του, την οποία, όπως ο ίδιος ομολογεί, ίσως τελικά να την ξεπέρασε όταν ολοκλήρωσε το έργο του «Nora Webster», που του πήρε πάνω από δέκα χρόνια για να το τελειώσει, μόλις το 2014. Χωρίς το «Καραβοφάναρο στο μαύρο νερό» να είναι ένα πολιτικό βιβλίο, εμπεριέχει, εν τούτοις, ψήγματα βασικών για το συγγραφέα παραδοχών ή, άλλως, τους «δαίμονές» του όπως τα χαρακτηρίζει σε συνεντεύξεις του : πρώιμος θάνατος, ορφάνια, απόρριψη, αναζήτηση της αποδοχής, η μητέρα ως σύμβολο, οι ανθρώπινες σχέσεις, η πατρίδα του και ο επαναπροσδιορισμός της ταυτότητάς της στον 21ο αιώνα.
Κατά βάθος η Έλεν στην αναζήτησή της για τη μητρική τρυφερότητα και  παρηγοριά αναζητά κάτι περισσότερο από την ίδια τη μητέρα. Αναζητά την "άνευ όρων αποδοχή" που αποτελεί αφενός μεν, το θεμέλιο λίθο της θρησκευτικής  πίστης αφετέρου δε η ανάγκη ικανοποίησης αυτής της τόσο βασανιστικής επιθυμίας στο κατώφλι του θανάτου είναι επιτακτική. Στην Ιρλανδία οι μητέρες είχαν πάντα ένα ρόλο-κλειδί : είναι σύμβολα ενός πάσχοντος έθνους, που βρέθηκε στους αιώνες της ιστορίας του δίπλα σε ένα γείτονα που θεωρείται ακόμη και σήμερα "αναγκαίο κακό", στερήθηκε υλικών αγαθών, ξέφυγε από τη μοίρα των αυτοκρατοριών, υπέφερε από τη μετανάστευση και το νόστο, αμφιταλαντεύτηκε σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο.
Εν κατακλείδι, ο Tóibín, αναγνωρίζει την αναγκαιότητα συμφιλίωσής μας με το παρελθόν, τις ρίζες μας, αλλά μόνο υπό όρους. Η Έλεν έσπασε τους δεσμούς με τη μητέρα της αλλά μόνο εάν γυρίσει σπίτι και την αντιμετωπίσει θα μπορέσει να απελευθερωθεί από το παρελθόν της. Η συνεχιζόμενη αντίστασή της είναι ο αντικατοπτρισμός της ίδιας της εξάρτησής της. Το να αγνοεί κανείς το παρελθόν του δεν είναι δείγμα ωριμότητας όπως δεν είναι και το να το εξωραϊζει. Ένα σημαντικό μάθημα πολιτικής ιστορίας κρύβεται στο σημείο αυτό για τη σύγχρονη Ιρλανδία, καθώς η Έλεν γυρίζει πίσω να αντιμετωπίσει το παρελθόν της όχι τόσο για να θρηνήσει για αυτό αλλά για να καταφέρει επιτέλους να το φέρει στα μέτρα της, να το τραβήξει στο παρόν αλλά και να το οδηγήσει στο μέλλον. Η Λίλυ γυρίζει με την Έλεν στο Δουβλίνο για να συναντήσει την οικογένεια της κόρης της για πρώτη φορά και το μυθιστόρημα τολμά να τελειώσει με μία δυνητικά αισιόδοξη εικόνα συμφιλίωσης.
Χωρίς αμφιβολία, ο συγγραφέας σε πρώτη ανάγνωση ασφαλώς μιλά για θέματα που τον ίδιο έχουν απασχολήσει πολύ.  Ενώ ξεκινά ως παρατηρητής, στην ουσία συμμετέχει περισσότερο και από ό,τι ο ίδιος ίσως σκόπευε. Σε δεύτερο επίπεδο, η αυστηρή, βαθιά εσωτερική πρόζα, όπου τα πάντα είναι ακριβώς αυτά που περιγράφονται και κάθε τι ακολουθεί το προηγούμενο με ένα σταθερό ρυθμό, εξερευνά διφορούμενα συναισθήματα σε έναν κόσμο όπου όλα ξεγελούν ως «από πάντα» καθορισμένα. Η συγγραφική δεξιότητα καταγράφει σκηνές, γεγονότα, σκέψεις και συναισθήματα υπενθυμίζοντάς μας, με τρόπο βαθιά ανθρώπινο και συγκινητικό, ότι αυτό που έχει τη μεγαλύτερη σημασία στη φθαρτή ανθρώπινη ζωή μας είναι οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, οι οικογενειακοί δεσμοί και η άνευ όρων αποδοχή. Χωρίς αυτές τις αναφορές, οι άνθρωποι βρίσκονται ξαφνιασμένοι, μουδιασμένοι και μετέωροι με τον ίδιο τρόπο όπως θα τους ακινητοποιούσε η σαρωτική δέσμη φωτός ενός φάρου.

Η κριτική για το «Καραβοφάναρο στο μαύρο νερό» γράφτηκε από τη Νάντια Τράτα και διαβάστηκε στην Ομάδα Φιλαναγνωσίας του Βιβλιοπωλείου «ΙΑΝΟΣ» στις 17/1/2018.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις