ΣΤΗ ΣΩΦΡΟΝΙΣΤΙΚΗ ΑΠΟΙΚΙΑ, FRANZ KAFKA (ΕΚΔ. ΚΙΧΛΗ)



ΣΤΗ ΣΩΦΡΟΝΙΣΤΙΚΗ ΑΠΟΙΚΙΑ

FRANZ KAFKA

Εκδ. Κίχλη

 

Έργο πολυδιάστατο, σύνθετο παρότι τόσο φαινομενικά απλά γραμμένο, βαθύτατα φιλοσοφικό, προφητικό, ρεαλιστικό, μία κατάθεση εσωτερικών ανησυχιών και φόβων του συγγραφέα που καταφέρνει να μετουσιωθεί σε μία μορφή πάνω και πέρα από την εποχή του (έναρξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου), τη χώρα του (από την οποία ελάχιστα μετακινήθηκε), τη συγγραφική του μαεστρία (παρότι ο ίδιος συχνά ομολογούσε ότι η δημιουργία του προξενούσε αμφίθυμα συναισθήματα) καθιστώντας τον διαχρονικά επίκαιρο, αναλλοίωτα στοχαστικό, βαθιά βασανισμένο από υπαρξιακά ερωτήματα που δεν απαντήθηκαν ίσως ποτέ.
Το βιβλίο ανήκει στην κατηγορία της μικρής φόρμας, τηρεί τριτοπρόσωπη αφήγηση, διαπνέεται από έναν σταθερά ήρεμο και ουδέτερο τόνο ενώ υπάρχει κλιμάκωση της δράσης. Η   γενικότερη ατμόσφαιρα είναι αναμφισβήτητα, ξεκάθαρα, καταθλιπτική.
Κυρίαρχο θέμα του βιβλίου είναι η υλοποίηση της εκτέλεσης ενός καταδίκου μέσω ενός μηχανήματος το οποίο εγγράφει στο σώμα του το λόγο για τον οποίο καταδικάζεται, οδηγώντας τον τελικά σε ένα αργό και βασανιστικό θάνατο. Ο επικεφαλής της εκτέλεσης αξιωματικός με λατρεία περιγράφει στο νεοφερμένο ερευνητή τη λειτουργία της μηχανής, παρουσία του δεσμοφύλακα/στρατιώτη και του καταδίκου. Ο ερευνητής, παρότι δε συμφωνεί με την διαδικασία παραμένει αμέτοχος και μόνο μετά από την πρόκληση του αξιωματικού να τον υποστηρίξει ενώπιον του αντιδρώντος στη διαδικασία, νέου διοικητή, ο ερευνητής αρνείται και οδηγεί τον αξιωματικό στην απελευθέρωση του κατάδικου κατόπιν της οποίας παίρνει τη θέση του  και λόγω δυσλειτουργία της μηχανής θανατώνεται φριχτά. Εν συνεχεία, ο ερευνητής επισκέπτεται τον τάφο του παλαιού διοικητή και επιβιβάζεται σε μία βάρκα. Ο στρατιώτης/δεσμοφύλακας και ο κατάδικος προσπαθούν να επιβιβαστούν και αυτοί στη βάρκα αλλά ο ερευνητής τους φοβερίζει και τους διώχνει.
Ο Κάφκα προσπαθεί να ξορκίσει τους δαίμονες που τον βασανίζουν με τούτο το  ερεβώδες έργο. Οι μέντορές του παρόντες, τόσο ο  Schopenhauer όσο και ο Dostoevsky του παρέχουν αρκετό υλικό : ο μεν πρώτος γιατί στο έργο του Parerga und Paralipomena προτείνει ότι ίσως είναι βοηθητικό να δούμε τον κόσμο ως μία «σωφρονιστική αποικία», ο δε δεύτερος γιατί σε όλο το έργο του επαναφέρει το θέμα της τιμωρίας.
Στις ανατριχιαστικές , μαζοχιστικές αναφορές στην περιγραφή της τιμωρίας όπου η φώτιση επέρχεται στο μέσο της ποινής μέσω μίας απόκοσμης λάμψης στα μάτια που φανερώνει εσωτερική φώτιση (παρόλα αυτά ο καταδικασμένος θα οδηγηθεί στο θάνατο χωρίς καμία δυνατότητα για μετάνοια ή επιβίωση), κρύβονται φιλοσοφικές και εντελώς προσωπικές θεωρήσεις του συγγραφέα : ο θάνατος χέρι-χέρι με την τελική ψυχική αφύπνιση όπου, εν τέλει, η μεταμόρφωση είναι η ανταμοιβή για μία ζωή γεμάτη πόνο.
Η μηχανή, από την άλλη, είναι πάντα παρούσα, αποτελεί το κεντρικό σημείο αναφοράς του έργου αυτού ήδη από την πρώτη φράση του βιβλίου. Άβια και αδυσώπητη, εκμηδενίζει κάθε ανθρώπινη ύπαρξη μετατρέποντάς τη σε απλό νούμερο. Απλώνεται σε μία ολόκληρη γεωγραφική έκταση, ένα παράξενο σύμβολο, εκτελεί λεπτομερείς εντολές με τέλεια ακρίβεια. Σαν το χέρι μιας αόρατης δύναμης, τεράστια σε μέγεθος και με απόλυτη εξουσία, μετατρέπει ακόμη και τον αξιωματικό σε υπηρέτη της, περιγράφοντας μία σχέση διεστραμμένης εξάρτησης, αρρωστημένης λατρείας και υποταγής. Μήπως η σχέση αυτή θα μπορούσε να αποτελέσει καθρέφτισμα της σχέσης του Κάφκα με τον πατέρα του, τον οποίο κατηγόρησε για παντελή απουσία στη ζωή του χωρίς όμως ποτέ να μπορέσει να σταθεί απέναντί του στην πραγματικότητα;
Ίσως είναι δύσκολο να φανταστούμε καλύτερη παρομοίωση για τον τρόμο που σκόρπιζε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος που ξεσπούσε ακριβώς την εποχή που γράφεται το έργο αυτό : η μηχανή σωφρονισμού αλλά ουσιαστικά εξόντωσης αποτελεί σύμβολο ενός αυτοκαταστροφικού ανθρώπινου πνεύματος, συνδυάζει το μεγαλείο της τεχνολογικής προόδου με έναν ανείπωτο, πρωτόγονο, σχεδόν αρχαϊκό, νόμο που επιβάλλει την άνωθεν τιμωρία θεωρώντας τον άνθρωπο ως ένοχο πέραν πάσης αμφιβολίας.
Ταυτόχρονα, η μηχανή είναι και το σύμβολο του εσωτερικού πόνου που βίωνε ο Κάφκα σε όλη του τη ζωή. Το σκότος εντός του μεταμορφώνεται σε ένα μηχάνημα οδύνης. Οι σχέσεις του με την οικογένειά του, με τους ανθρώπους γενικότερα, η βασανιστική συγγραφική του εμπειρία, οι ανολοκλήρωτες σχέσεις του με τις γυναίκες, τα σοβαρά προβλήματα της υγείας του, η εργασιακή του δέσμευση, όλα τον οδήγησαν να μιλήσει για τον εαυτό του λέγοντας : «Θα μπορούσα να ζήσω και δε ζω».
Η μορφή του ερευνητή, δυσερμήνευτη: προέρχεται από την Ευρώπη, από τον πολιτισμό, πέρα μακριά από τη σωφρονιστική αποικία. Καλείται να παρευρεθεί στην εκτέλεση, ενδεχομένως για να δώσει την άποψή του για αυτή στον νέο Διοικητή. Ενώ, ως επισκέπτης, ίσως αναμένεται να παραμείνει ουδέτερος, εντούτοις από την πρώτη στιγμή παραδέχεται την αδικία της διαδικασίας και το απάνθρωπο της εκτέλεσης. Σταδιακά εμπλέκεται οδηγώντας στην καταδίκη του θεσμού και της μηχανής, συντελώντας έτσι στην κατάρρευση του συστήματος στο οποίο βασίζεται η παράξενη αυτή σωφρονιστική αποικία.
Απογοητευμένος από τη στάση του ερευνητή, ο αξιωματικός ελευθερώνει τον κατάδικο με τις δίσημες λέξεις «Τότε ήρθε ο καιρός» και παίρνει τη θέση του κάτω από τη γραφίδα. Μόνο που ο αξιωματικός δεν κατάφερε να φθάσει σε αυτό το σημείο φώτισης που ο ίδιος θαύμαζε τόσο καιρό στα πρόσωπα των ετοιμοθάνατων κατάδικων. Αντίθετα, η αυτοθυσία του φάνηκε να απορρίπτεται από την ίδια τη μυστική δύναμη που οδηγεί τη μηχανή και οι λέξεις που έγραψε η γραφίδα στο σώμα του «Έσο Δίκαιος» σαν τραγική ειρωνεία αποτελούν τη λήξη ενός συστήματος δικαιοσύνης, άδικου, απάνθρωπου και εκμηδενιστικού, του οποίου ο αξιωματικός φαίνεται πως είναι ο τελευταίος υποστηρικτής.
Η αλλαγή, η μετάβαση από το παλαιό απάνθρωπο, απολυταρχικό σύστημα στη νέα κατάσταση,  δεν έρχεται ούτε εύκολα ούτε ολοκληρωτικά. Ο θάνατος του αξιωματικού καταδεικνύει ότι ο συγγραφέας διατηρεί μία απόσταση από τη νέα τάξη πραγμάτων, αμφιταλαντευόμενος για την πιθανή επιτυχία της. Ο Κάφκα αγγίζει ουσιώδη φιλοσοφικά και πολιτικά ζητήματα : η αέναη εναλλαγή μεταξύ τυραννίας και αναρχίας, ο άνθρωπος ως «πολιτικό ον» παλεύει να ισορροπήσει σε ένα τεντωμένο σκοινί μεταξύ απολυταρχικών καθεστώτων και χάους, σαν ένα εκκρεμές μεταξύ δύο πόλων, η συλλογική μοίρα του ανθρώπου περνάει από το ένα άκρο στο άλλο με μικρά διαλείμματα σε πιο ήπιες ζώνες – τις δημοκρατικές συνθήκες οι οποίες δημιουργούνται ως αποτέλεσμα πρόσκαιρων συγκυριακών δυνάμεων που όμως θα οδηγήσουν σε επόμενη φάση σε ένα από τα δύο άκρα. Εξ’ου και η αναφορά στον τάφο του παλαιού Διοικητή, ο οποίος θα κατακτήσει ξανά την αποικία ενώ οι ακόλουθοί του θα πρέπει να περιμένουν με πίστη τον ερχομό του.
Δεν θα μπορούσαμε να περιμένουμε κάτι διαφορετικό από ένα συγγραφέα που έζησε και πέθανε βασανιστικά, θεωρώντας ότι στην ανθρώπινη φύση η ζωή και ο πόνος είναι άρρηκτα συνυφασμένα ενώ η επιλογή, αν την έχουμε τελικά, δεν είναι να επιλέξουμε ή να απορρίψουμε τον πόνο, αναπόφευκτος κατά το συγγραφέα, αλλά στο να βρούμε νόημα μέσα σε αυτή τη ζωή ή να τη σύρουμε μαζί μας ως στίγμα, ως έξωθεν, άλογη, τιμωρία.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις