ΣT'ΑΥΤΙ ΤΗΣ ΑΛΕΠΟΥΣ, ΕΥΓΕΝΙΑ ΦΑΚΙΝΟΥ (ΕΚΔ. ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ)



Στ’αυτί της αλεπούς

Ευγενία Φακίνου

Εκδ. Καστανιώτη

Πού να μαζεύεις 
τα χίλια κομματάκια 
του κάθε ανθρώπου.
Γ. Σεφέρης (Δεκαέξι χάικου)

«Il ne faut pas se confesser au renard» λέει η γαλλική παροιμία και o ιατρός Ευρυβιάδης απευθυνόμενος στην ηρωίδα Άννα (σ.293), όμως η εξαιρετική ελληνίδα συγγραφέας τείνει ευήκοα ώτα και αφουγκράζεται τους ήχους, άλλοτε χαμηλούς άλλοτε έντονους που ξεπηδούν από τις αφηγήσεις των ηρωίδων της, στολίζοντάς τες ταυτόχρονα με μία χροιά οικειότητας και ζεστασιάς. Με τον τρόπο αυτό, μέσα από τις ιστορίες της Αννέζως, της Άννας, της Αριάδνης (για να αναφέρουμε μόνο ορισμένες) μας κερδίζει με μία αφήγηση άμεση και συναρπαστική από την οποία αναδύονται ενσυναίσθηση και αυθεντικότητα.
 Ένα βιβλίο – συναξάρι ηρωίδων γένους θηλυκού με αναφορές στην Ιστορία αλλά και τις μικρότερες, ατομικές ιστορίες που αυτή εμπεριέχει, για την απελπισία και την απογοήτευση αλλά και την ελπίδα, για την αντίσταση, την αισιοδοξία και την αναζήτηση ενός ελπιδοφόρου ορίζοντα.
Ένα μυθιστόρημα τρισδιάστατο που διατρέχει γεωγραφικά μήκη,  χρονικά πλάτη και καταβυθίζεται  στη διήγηση όσων συνέβησαν πραγματικά και όσων θα μπορούσαν να έχουν παράλληλα συμβεί, χαρίζοντάς μας μία πανοραμική, απολαυστική ανάγνωση.
Οι ηρωίδες του βιβλίου, είτε βρίσκονται στο κέντρο της σκηνής και φωτίζονται ζωηρά είτε βρίσκονται λίγο μακρύτερα, κάτω από ένα αχνότερο φως,  παρά τις όποιες αποστάσεις τις χωρίζουν (ο χώρος και ο χρόνος ολοένα προσπερνούν) έχουν κοινά σημεία αναφοράς : την οικογένεια, την αλληλεγγύη, τη σκληρή καθημερινότητα μέσα σε συνθήκες αντίξοες, τον πόνο της διάψευσης, την αγωνία για όλα όσα πρόκειται να ακολουθήσουν.
Η συγγραφέας με μια ξεκάθαρη ματιά τις συντροφεύει, τις αγκαλιάζει τρυφερά, μπολιάζοντάς τες με δικές της θύμησες, εμπειρίες, φόβους, αγωνίες και ελπίδες, δημιουργώντας αόρατους δεσμούς μαζί τους έτσι ώστε κάθε μια από τις ηρωίδες φέρει τον σπόρο ενός προσωπικού βιώματος που τις καθιστά κάτι περισσότερο από απλές μυθιστορηματικές μορφές, τις μετουσιώνει σε κάτι δυνατότερο, αμεσότερο και για αυτό το λόγο, σε κάτι πιο ζωντανό και αληθινό.
Παράλληλα όμως το βλέμμα της συγγραφέως φεύγει πιο μακριά, είναι στραμμένο σε γεγονότα πέρα για πέρα αληθινά που δημιουργούν έναν στέρεο καμβά για να ζωγραφίσει πάνω του έναν πίνακα απόλυτα παραστατικό, περιγράφοντας γεγονότα που θα μπορούσαν να είναι ως ένα βαθμό η ιστορία της δικής μας οικογένειας, μία κάποια δεδομένη στιγμή.
Η γλώσσα της αφήγησης, παρότι σχεδόν καθημερινή, είναι απόλυτα  ταιριαστή, κρατά τον αναγνώστη σε διαρκή εγρήγορση, δημιουργώντας εικόνες σχεδόν κινηματογραφικές που μας παρασύρουν μαζί τους και δημιουργούν μία εναλλαγή ισχυρών συναισθημάτων με αφετηρία την αναγνώριση σε αυτές χαρακτηριστικών στοιχείων που με κάποιο τρόπο βρίσκονται βαθιά χαραγμένα στο ασυνείδητο, περνώντας σταδιακά από την απλή παρατήρηση στην κατανόηση, στη συμπόνοια, στην αγωνία, στην αποστροφή, στην ελπίδα.
Όλα αυτά θα ήταν αρκετά για να αποδώσουμε τα εύσημα στη συγγραφέα για ένα έργο ώριμο, που δονείται υπόγεια και που ξαφνιάζει με τη φαινομενική του απλότητα, καθώς οι ιστορίες, η μία μετά την άλλη, σαν κρίκοι μιας αλυσίδας  θέτουν σε λειτουργία ένα μηχανισμό υψηλής συγκινησιακής εμπλοκής του αναγνώστη, με τρόπο παρόλα αυτά αβίαστο, φυσικό και απρόσμενα ελκυστικό, προκαλώντας  εντός μας μία συναισθηματική πληρότητα. Όμως η συγγραφέας κάνει κάτι ακόμη πιο σημαντικό αυτή τη φορά : μας ξυπνά το αίσθημα ενός κοινού παρελθόντος, κινητοποιεί όχι μόνο το ατομικό αλλά και το κοινό μας θυμικό και γινόμαστε ξανά συμμέτοχοι μιας  συλλογικής μνήμης που θυσιάζεται κάθε φορά λίγο-λίγο στην πορεία για μία τεχνητή καταξίωση και μία πλανερή πρόοδο, φέρνοντας στην επιφάνεια καταστάσεις και γεγονότα που προηγήθηκαν, ίσως ξεχάστηκαν από κάποιους, τα οποία όμως σε μεγάλο βαθμό διαμόρφωσαν όλους εμάς. Μας αποκαλύπτει ξανά μία βαθιά ριζωμένη κοινή ανάμνηση που όσο περνούν τα χρόνια τόσο θα ξεθωριάζει στη λησμονιά και θα εξαϋλώνεται, εκτός και αν τώρα όλοι εμείς αφυπνισθούμε και αποφασίσουμε να δράσουμε, ατομικά και συλλογικά, με γνώμονα ένα κοινό, ελπιδοφόρο αύριο. Για εμάς που ζούμε στο τώρα αλλά και ως παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές. Γιατί «τα χίλια κομματάκια κάθε ανθρώπου» (αναφορά στον υπότιτλο) βρίσκονται σπαρμένα παντού, είμαστε όλοι εμείς, ο καθένας ξεχωριστά αλλά και όλοι μαζί σε μία πορεία όπου τείνουμε το χέρι ο ένας στον άλλο για να στηρίξουμε αλλά και για να στηριχθούμε, με μία διάθεση τρυφερή και συντροφική.
Πόσο συμμερίζομαι την απόγνωση που κρύβεται στα λόγια της Άννας :
«Πού πάμε, Κύριε Ντίκενς;».

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις